καταλύεται

καταλύεται
καταλύω
put down
pres ind mp 3rd sg (epic)
καταλύ̱εται , καταλύω
put down
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ζύμωση — Βιοχημικός μετασχηματισμός οργανικών ουσιών που προκαλείται από το ενζυμικό σύστημα πολυάριθμων μικροοργανισμών, ενώ παρατηρείται και σε ζωικούς και φυτικούς οργανισμούς, αποσκοπώντας στην παραγωγή ενέργειας υπό μορφή ATP σε αναερόβιες συνθήκες.… …   Dictionary of Greek

  • погыбати — ПОГЫБА|ТИ (111), Ю, ѤТЬ гл. 1.Уничтожаться: мира сего вещь. ˫ако всѣмъ цвѣтомъ погыбающемъ. преже прикасаѥма ˫авл˫ающас˫а. (διαρρεῖ) ЖФСт к. XII, 77 об.; кнѧзи Черниговьстии… послаша къ Изѧславу велѧ ѥму поити. река землѧ наша погыбае(т). а ты не …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ABANNATIO — ἀπενιαυτισμός Graecis, annuum denotat exilium, quodindici olim apud Graecos, illis solebat, qui involuntariam caedem commisissent, Budaeus in Annotat. l. aut facta. 16. §. eventus, ff. de poen. vide Calvin. Lexic.Iurid. Sicariorum enim ἐκ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… …   Dictionary of Greek

  • άρτζι-μπούρτζι — και άρτσι βούρτσι (Μ ἀρτζηβούριον και ἀρτσιβούριν) 1. η εβδομάδα του Τελώνου και Φαρισαίου, κατά την οποία καταλύεται η νηστεία την Τετάρτη και την Παρασκευή (ενώ οι Αρμένιοι νηστεύουν όλες τις ημέρες της εβδομάδας) 2. φαγοπότι Ω νεοελλ. επίρρ.… …   Dictionary of Greek

  • ακατάλυτος — η, ο (Α ἀκατάλυτος, ον) [καταλύω] αυτός που δεν καταλύεται ο αιώνιος νεοελλ. 1. αυτός που δεν φθείρεται, ο ανθεκτικός 2. (για θρησκευτική νηστεία) η μέρα κατά την οποία δεν επιτρέπεται η κατάλυση, η κατανάλωση πασχαλινού φαγητού …   Dictionary of Greek

  • αλλαντοΐνη — η βιοχ. προϊόν τής οξειδώσεως τού ουρικού οξέος, που καταλύεται από το ένζυμο ουρική οξειδάση. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. allantoin, πιθ. < γερμ. allantoin < allantois (πρβλ. αλλαντοΐς) + κατάλ. in (πρβλ. ίνη). Βλ …   Dictionary of Greek

  • δυσδιάσπαστος — δυσδιάσπαστος, ον (Α) 1. αυτός που διασπάται δύσκολα 2. (για οχύρωμα) αυτός που δύσκολα καταλύεται …   Dictionary of Greek

  • δυσκατάλυτος — δυσκατάλυτος, ον (Α) αυτός που δύσκολα καταλύεται ή παύεται …   Dictionary of Greek

  • ευκατάλυτος — εὐκατάλυτος, ον (Α) αυτός που καταλύεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα λυτος (< κατα λύω), πρβλ. α κατά λυτος, δυσ κατά λυτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”